μυρολόγι

μυρολόγι
και μυρολόι, το
βλ. μοιρολόγι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοιρολόγι — και μοιρολόι και μυρολόγι, το (Μ μοιρολόγιον και μοιρολόγιν και μοιρολόγι και μοιριολόγι και μοιριολόγι[ν] 1. θρηνητικό, λυπητερό άσμα που τραγουδιέται κατά την παράθεση ή την κηδεία νεκρού 2. μτφ. παράπονο με θρήνο για θλιβερό γεγονός, κλάψα μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”